νεοπτορθής

νεοπτορθής
νεο-πτορθής, ές,
A with new branches, Hdn.Gr.1.79:—also [suff] νεό-πτορθος, ον, as etym.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • νεοπτορθής — νεοπτορθής, ές (Μ) αυτός που έχει νέους πτόρθους, δηλ. νέους κλάδους. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + πτορθής (< πτόρθος «κλάδος»), πρβλ. παμ πορθής] …   Dictionary of Greek

  • νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… …   Dictionary of Greek

  • νεόπτορθος — νεόπτορθος, ον (Μ) νεοπτορθής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + πτορθος (< πτόρθος «κλάδος»), πρβλ. φιλό πτορθος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”